- αναχρονικός
- -ή, -όαυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της συγχρόνου γενεάς»)].
Dictionary of Greek. 2013.